-
1 πλάνης
A wanderer, vagabond, ib. 1029, E.IT 417, Isoc.19.6 : c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete. 342b28 ; and, simply, οἱ π. Id.APo. 78a30,Fr. 196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ π. Arist. Cael. 290a19.3 πλάνητες [ πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf.πλανήτης 11.2
.II as Adj.,ἄπορος καὶ π. βίος Plu.Brut.33
;π. ὅμιλος Polem.Call.18.56
: as fem.,πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9
. -
2 μένω
Aμενέμεν Il.5.486
; Arc. [tense] pres. part. (Tegea, iv B.C.); [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] impf.μένεσκον Il.19.42
, Hdt.4.42: [dialect] Ep., [dialect] Ion. [tense] fut.μενέω Il.19.308
, Hdt.4.119; [dialect] Att. , etc.: [tense] aor.ἔμεινα Il.15.656
, etc.: [tense] pf.μεμένηκα D.18.321
; cf. [full] μίμνω:—stay, wait:I stand fast, in battle,οὐδ' ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν Il.16.659
;μενέω καὶ τλήσομαι 11.317
; φεύγειν μηδὲ μένειν Orac. ap.Hdt.1.55, cf. X.Cyr.3.3.45, S.OT 295;ἐμπέδως μ. A.Ag. 854
; ; μ. κατὰ χώραν, of soldiers, Th.4.26.2 stay at home, stay where one is, Il.16.838;ἔντοσθε μένοντες Hes.Th. 598
;μ. αὐτοῦ Hdt.8.62
; ;εἴσω δόμων Id.Th. 232
;κατ' οἶκον E.IA 656
;ἐν δόμοις Pi.N.3.43
, S.Aj.80; .b lodge, stay,παρὰ ματρί Pi.P.4.186
;πρὸς τοὺς γονέας Hp. Ep.13
;ἐκεῖ Plb.30.4.10
codd. (fort. οἴκοι), cf. Alciphr.3.5.c μ. ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο stay away, be absent from.., Il.2.292;ἀπὸ πτολέμοιο 18.64
: and so abs., to be a shirker, .d οἱ μένοντες, opp. οἱ φεύγοντες (exiles), IG12.10.27.3 stay, tarry,ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.17.570
;μενέουσι, εἰς ὅ κέ περ Τροίην διαπέρσομεν Il.9.45
; loiter, be idle, 11.666, A.Pers. 796;οἱ μένοντες X.An.4.4.19
, etc.4 of things, to be lasting, remain, stand,στήλη μένει ἔμπεδον Il.17.434
;ἀσφαλὲς αἰὲν.. μένει οὐρανός Pi.N.6.4
;τάδ' αἰανῶς μένοι A.Eu. 672
;αἰῶνα δ' ἐς τρίτον μένει Id.Th. 744
(lyr.); opp. φέρεσθαι, Pl.Phdr. 261d; εἰ μηδὲν μένει if nothing is fixed, Id.Cra. 440a;τὴν μεμενηκυῖαν κρίσιν Phld.Sto.339.15
; οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) having no proper motion, opp. οἱ πλάνητες, Arist.Cael. 290a21;μένων κύκλος Autol.12
, al., Ptol.Hyp.1.3; μένουσιν ἀριστοκρατίαι are stable, permanent, Arist.Pol. 1308a3.5 of condition, remain as one was, of a maiden, Il.19.263; τῶν βεβαίως μοι φίλων μενόντων Ps.-Philipp. ap. D.12.11;τὸ νόμισμα βούλεται μένειν Arist.EN 1133b14
: generally, stand, hold good,ἢν μείνωσιν ὅρκοι E.Andr. 1000
;μένειν τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην Hdt.4.201
; ; μ. τὰ βουλήματα καὶ οὐ μεταρρεῖ Arist.EN 1167b7; of circumstances,οὐ μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα Th.4.76
; οὐδαμὰ ἐν τὠυτῷ μ., of prosperity, Hdt.1.5;μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι S.Ant. 169
; μ. ἐπὶ τούτων [ἃ κατέστραπται] remain contented with.., D.4.9;μ. ἐπὶ τούτοις Isoc.8.7
; ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ μ. be content with.., Pl.R. 466c, cf. 496b;μ. ἐλεύθερον Men. 145
; of wine, keep good, Plb.12.2.8.6 abide by an opinion, conviction, etc.,ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ Pl.Prt. 356e
; μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Lex ap.D.21.94; ὁ μένων the party which observes an engagement, PTeb.391.24 (i A.D.).7 impers. c. inf., it remains for one to do,μένει.. ἐκτίνειν θέμιν A.Supp. 435
(lyr.); .II trans., of persons, await, expect (cf. μίμνω), ἡμέρας μεῖναι φάος Id.Rh.66
;τοὺς Ἰλλυριούς Th.4.124
, cf. 8.78; esp. await an attack without blenching,Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔμπεδον, οὐδὲ φέβοντο Il.5.527
, cf. A.Th. 436; of a rock, bide the storm, Il.15.620;ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ E.Ph. 740
: reversely of things, τὸ μόρσιμον γὰρ τόν τ' ἐλεύθερον μένει awaits him, A.Ch. 103; ἐπίξηνον μένει (sc. με) Id.Ag. 1277; ;δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν Act.Ap.20.23
.2 c. acc. et inf., wait for, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; wait ye for the Trojans to come nigh? Il.4.247;οὐ μενῶ πόσιν μολεῖν E.Andr. 255
; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν they waited for evening's coming on, Od.1.422, etc.;οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Pi.P.3.16
; τί μένεις.. ἰέναι; why wait to go? Thgn.351; μένω δ' ἀκοῦσαι I wait, i.e. long, to hear, A.Eu. 677, cf. Ag. 459 (lyr.). (Cf. OPers. man- 'wait', Lat. maneo.) -
3 πλανήτης
πλανήτης, ου, ὁ (πλάνης; Soph. et al.; Vett. Val. 65, 4; Hos 9:17; Jos., Ant. 3, 145; Tat.; Ath. 23, 2) wanderer, roamer used as subst. and adj. in our lit. only in the combination ἀστέρες πλανῆται (Aristot., Meteor. 1, 6; Plut., Mor. 604a; 905c f; Ps.-Lucian. Astrol. 14, Salt. 7 al.; PGM 7, 513, mostly of the planets, which appeared to ‘wander’ across the skies among the fixed stars) in imagery, w. tradition such as En 18:15f as background: wandering stars Jd 13 (the v.l. πλάνητες [s. πλάνης] is by no means rare in other lit., e.g. X., Mem. 4, 7, 5; Aristot., Met. 342b, 28 in just this combination).—S. ἀστήρ end. DELG s.v. πλανάομαι. M-M. TW.
См. также в других словарях:
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστεροειδείς ή μικροί πλανήτες — Ουράνια σώματα που ανήκουν στο ηλιακό πλανητικό μας σύστημα. Παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους πλανήτες, αλλά επειδή οι διαστάσεις τους είναι πολύ μικρότερες και προπάντων επειδή η λαμπρότητά τους είναι αμυδρή, η παρατήρηση και η μελέτη … Dictionary of Greek
απλανείς αστέρες — (Αστρον.).Αστέρες που οι κινήσεις τους είναι ασήμαντες και σε πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι διατηρούν αμετάβλητες τις αποστάσεις ανάμεσά τους και ανατέλλουν και δύουν με την ίδια πάντοτε τάξη, σε αντίθεση με τους πλανήτες, που πλανώνται … Dictionary of Greek
διάττοντες αστέρες — (Αστρον.). Μετέωρα που διασχίζουν τη γήινη ατμόσφαιρα και ακτινοβολούν. Τα μετέωρα περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο, όπως οι πλανήτες. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται μεταξύ λίγων μικρών και λίγων μέτρων. Αν κατά την κίνησή του γύρω από τον Ήλιο ένα … Dictionary of Greek
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
Planet — This article is about the astronomical object. For other uses, see Planet (disambiguation) … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
Планета — У этого термина существуют и другие значения, см. Планета (значения) … Википедия
Определение планеты — Античное определение планет как «блуждающих звезд» с самого начала было неоднозначным. На протяжении своего существования это слово обозначало множество различных вещей, часто имея несколько значений в одно и то же время. На протяжении… … Википедия
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek